μίνιο

μίνιο
και μίνυο, το (Α μίνιον)
νεοελλ.
(χημ. τεχνολ.)
1. η πορτοκαλέρυθρη χρωστική ύλη η οποία αποτελείται κατά 80% περίπου από επιτεταρτοξείδιο τού μολύβδου, έχει μορφή κόκκινης τοξικής σκόνης, πολύ μεγάλης πυκνότητας, χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική καλυπτική ικανότητα και χρησιμοποιείται για την παρασκευή αντισκωριακών βαφών
2. οι αντισκωριακές βαφές που έχουν ως βάση το παραπάνω υλικό
αρχ.
ουσία παρόμοια προς το κιννάβαρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. minium «μίλτος» (πρβλ. γαλλ. minium)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μίνιο — το (λ. λατ.), μολυβδούχα χρωστική ουσία κόκκινου χρώματος, το οξείδιο του μολύβδου: Περάσαμε τα κάγκελα με μια στρώση μίνιο για να μη σκουριάσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… …   Dictionary of Greek

  • μινιογραφία — και μινυογραφία, η 1. η τέχνη τής ζωγραφικής με μίνιο, κυρίως, μικρής εικόνας σε χειρόγραφο και η διακόσμηση προμετωπίδων, επιτίτλων, αρχικών γραμμάτων με διάφορα συμβολικά ή μη σχήματα 2. εικόνα ή διακοσμητικό μοτίβο αυτής τής τεχνικής, η… …   Dictionary of Greek

  • Κανταβρικά ή Καντάβρια Όρη — (Cordillera Cantabrica). Οροσειρά (2.678 μ.) στο βόρειο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου, που εκτείνεται περίπου 420 χλμ. με κατεύθυνση από τα Δ προς τα Α. Η ονομασία του προέρχεται από τους Καντάβριους, τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής. Το… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • μίνυο — το βλ. μίνιο …   Dictionary of Greek

  • μπράγκα — (Braga). Πόλη (114.500 κάτ.) της Πορτογαλίας κοντά στο νομό Μίνιο. Είναι από τις σημαντικές εμπορικές και βιομηχανικές πόλης της Πορτογαλίας. Έχει βιομηχανίες κοσμημάτων, κλωστοϋφαντουργίας, ειδών κάνναβης, πυροβόλων όπλων και μαχαιριών. Η εύφορη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”